- χρησμολογώ
- χρησμολογῶ, -έω, ΝΜΑ [χρησμολόγος]λέω χρησμούς, προφητεύω τα μέλλοντανεοελλ.1. ερμηνεύω χρησμούς2. λέω πράγματα ακατανόητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρησμολογώ — λέω χρησμούς, προμαντεύω, χρησμοδοτώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρησμολόγω — χρησμόλογος uttering oracles masc/fem/neut nom/voc/acc dual χρησμόλογος uttering oracles masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) χρησμολόγος masc/fem/neut nom/voc/acc dual χρησμολόγος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολόγῳ — χρησμόλογος uttering oracles masc/fem/neut dat sg χρησμολόγος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
θεσφατίζω — (Α) [θέσφατος] προφητεύω, χρησμολογώ … Dictionary of Greek
χρησμολόγημα — ήματος, τὸ, Μ [χρησμολογῶ] χρησμολογία, χρησμοδοσία … Dictionary of Greek